Θερινό

Θερινό
Οικισμός (135 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αργιθέας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Πεκίνο — (Μπεϊτζίνγκ = Πρωτεύουσα του Βορρά). Πόλη πρωτεύουσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και δήμος η ίδια (16.808 τ. χλμ.). Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας, σε υψόμετρο 34 μ. και κοντά στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πεδιάδας του Χοπέι, μεταξύ …   Dictionary of Greek

  • Members of the Greek Parliament, 2007–2009 — Greece This article is part of the series: Politics and government of Greece …   Wikipedia

  • Ιούνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. I. Γαλλίων (1ος αι. μ.Χ.). Ρήτορας. Ήταν συνήγορος της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου. Καταγόταν από την Ισπανία, ήταν φίλος του Σενέκα του πρεσβύτερου και υιοθέτησε τον γιο του, Νοβάτο. Φίλος… …   Dictionary of Greek

  • Ωρίων — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν είναι γνωστό πού και πότε μαρτύρησε. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (Αστρον.). Ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Ν του Ζωδιακού και κοντά στον ουράνιο ισημερινό. Αποτελείται από 150… …   Dictionary of Greek

  • έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… …   Dictionary of Greek

  • αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά …   Dictionary of Greek

  • ηλιοστάσιο — Χρονική στιγμή κατά την οποία η φαινόμενη απόσταση του Ήλιου από τον ουράνιο ισημερινό είναι μέγιστη. Εναλλακτικά, η χρονική στιγμή κατά την οποία το επίπεδο που ορίζεται από τον άξονα της Γης και το κέντρο του Ήλιου είναι κάθετο στην εκλειπτική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”